" Φύσηξε ξαφνικός αγέρας. Τρίξαν τα βαριά παντζούρια.
Σηκώθηκαν τα φύλλα από το χώμα. Φύγανε, φύγανε.
Έμειναν μόνο οι πέτρες. Πρέπει μ΄αυτά να βολευτούμε τώρα.
Μ΄αυτές, μ΄αυτές ,-ξαναλέει. Όταν η νύχτα κατεβαίνει
Απ΄το μεγάλο μελανί βουνό και ρίχνει τα κλειδιά μας στο πηγάδι,-
Πέτρες μου, πέτρες μου –λέει- να πελεκήσω ένα -ένα
τ΄άγνωστα πρόσωπά μου και το σώμα μου, με το ‘να μου χέρι
σφιγμένο, δυνατά, υψωμένο πάνω από τον τοίχο."
(Μ΄αυτές τις πέτρες, 30.V. 68)
Σηκώθηκαν τα φύλλα από το χώμα. Φύγανε, φύγανε.
Έμειναν μόνο οι πέτρες. Πρέπει μ΄αυτά να βολευτούμε τώρα.
Μ΄αυτές, μ΄αυτές ,-ξαναλέει. Όταν η νύχτα κατεβαίνει
Απ΄το μεγάλο μελανί βουνό και ρίχνει τα κλειδιά μας στο πηγάδι,-
Πέτρες μου, πέτρες μου –λέει- να πελεκήσω ένα -ένα
τ΄άγνωστα πρόσωπά μου και το σώμα μου, με το ‘να μου χέρι
σφιγμένο, δυνατά, υψωμένο πάνω από τον τοίχο."
(Μ΄αυτές τις πέτρες, 30.V. 68)